παλαστή

παλαστή
παλαστή
Grammatical information: f.
Meaning: `flat of the hand, breadth of four fingers' (IA).
Other forms: -άστα (Aeol.), sec. -αιστή (after παλαίω?; Hp., Arist., pap.), also -αιστής m. (LXX, Hero Deff. a. Geom.; after μετρητής a.o.)
Compounds: As 2. member e.g. in τρι-πάλα(ι)στος `measuring three handbreadths' (IA., hell.).
Derivatives: παλα(ι)στ-ιαῖος `measuring a handbreadth' (IA., hell.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: To the same verb for `spread out' as in παλάμη (s.v.), with the same old st-suffix as in several related words, e.g. ἀγοστός; s.v. w. further references. -- The word seems rather Pre-Greek, as is confirmed by the variation σ\/ισ (which prob. points to a palatal sy); cf. Furnée 296. Cf. on λεπαστή (s.v. λέπας).
Page in Frisk: 2,467

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παλαστή — και παλαιστή και αιολ. τ. παλαίστα, ἡ (Α) 1. η παλάμη τού χεριού 2. μονάδα μετρήσεως μήκους που ισοδυναμούσε με τέσσερεις δακτύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παλαστή ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *pel ә2 «ευρύς, απλώνω» (βλ. και λ.… …   Dictionary of Greek

  • παλαστῇ — παλαστή palm of the hand fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαστή — palm of the hand fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλασταί — παλαστή palm of the hand fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαστῆς — παλαστή palm of the hand fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαστήν — παλαστή palm of the hand fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαιστής — (I) ο, θηλ. παλαίστρια (Α παλαιστής) [παλαίω] αυτός που ασκεί το αγώνισμα τής πάλης επαγγελματικά ή για δική του ευχαρίστηση αρχ. 1. αντίπαλος, εχθρός 2. συναγωνιστής 3. στρατιώτης («λόχος... ἐξηνδρωμένος δεινὸς παλαιστὴς ἦν», Ευρ.). (II)… …   Dictionary of Greek

  • παλαιστά — παλαιστά̱ , παλαιστή fem nom/voc/acc dual παλαιστά̱ , παλαιστή fem nom/voc sg (doric aeolic) παλαιστά̱ , παλαιστής wrestler masc nom/voc/acc dual παλαιστής wrestler masc voc sg παλαιστής wrestler masc nom sg (epic) παλαιστά̱ , παλαστή palm of the …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπάλαιστος — διπάλαιστος, ον και διπαλαιστιαῑος, α, ον (Α) αυτός που έχει πλάτος δύο παλαιστών, παλαμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + παλαιστή, αιολ. τ. τού παλαστή «παλάμη»] …   Dictionary of Greek

  • εξαπάλαιστος — ἑξαπάλαιστος, ον (Α) αυτός που έχει μήκος έξι παλαμών («τοῡ δὲ πήχεος ἑξαπαλαίστου», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + *παλαιστος (< παλαστή «πλάτος τεσσάρων δακτύλων, παλάμη») τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. τρι πάλαιστος)] …   Dictionary of Greek

  • επταπάλαιστος — ἑπταπάλαιστος, ον (Α) μήκους επτά παλαμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < επτά* + πάλαιστος, όπως εμφανίζεται ως β’ συνθετικό το παλαστή* «παλάμη»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”